- μεγαλο(υ)σιάνος
- ο , μεγαλο(υ)σιάνα η знатный, видный человек; богач; вельможа (тж. ирон. );
μας κάνει κι' αυτός το μεγαλο(υ)σιάνο — он тоже строит из себя вельможу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μας κάνει κι' αυτός το μεγαλο(υ)σιάνο — он тоже строит из себя вельможу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.